ψαχούλεμα

ψαχούλεμα
-έματος, το, Ν [ψαχουλεύω]
1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο
2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα
3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν
1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι
2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω
3. μτφ. χαϊδεύω με ερωτική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάχω «ψάχνω» + χαλεύω «αναζητώ», με συμφυρμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψαχούλεμα — το, ατος 1. αναζήτηση, ψάξιμο, έρευνα. 2. πασπάτεμα, ψηλάφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασπάτεμα — το [πασπατεύω] ψαχούλεμα, ψηλάφηση …   Dictionary of Greek

  • χαρχάλεμα — το, Ν [χαρχαλεύω] ψαχούλεμα …   Dictionary of Greek

  • ψηλάφηση — η η ενέργεια του ψηλαφώ, ψηλάφισμα, ψαχούλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”